επικαρπία

επικαρπία
Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του, κατά τρόπο που να μη μεταβάλλεται ή εκμηδενίζεται η οικονομική του αποστολή. Η ε. μπορεί να συσταθεί είτε με δικαιοπραξία είτε με χρησικτησία, κατά τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει ως συνέπεια άλλης σχέσης όπως, για παράδειγμα, ο σύζυγος έχει την ε. της προίκας ή ο πατέρας έχει την ε. της περιουσίας του ανήλικου παιδιού του. Αντικείμενο της ε. μπορεί να είναι και μια ομάδα πραγμάτων. Οι υποχρεώσεις του επικαρπωτή δεν περιορίζονται μόνο στις φροντίδες συντήρησης και ασφάλισης του πράγματος, αλλά περιλαμβάνουν και την εξυπηρέτηση των τακτικών δημοσίων βαρών και των τόκων που αναλογούν σε τυχόν χρέος. Ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ζητήσει ασφάλεια από τον επικαρπωτή αν από την άσκηση της ε. απειλούνται τα δικαιώματά του. Δεν ευθύνεται όμως ο επικαρπωτής, αν το πράγμα έχει μεταβληθεί ή χειροτέρεψε, εφόσον ο ίδιος έχει ασκήσει κανονικά το δικαίωμά του. Η ε. δεν μεταβιβάζεται, αλλά η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να μεταβιβαστεί. Το πράγμα επιστρέφεται κατά τη λήξη της ε., εκτός αν πρόκειται για ε. αναλώσιμων πραγμάτων, οπότε ο επικαρπωτής είναι υποχρεωμένος να αποδώσει πιθανώς την αξία των πραγμάτων ή άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Η απόσβεση της ε. πραγματοποιείται με τον θάνατο του δικαιούχου (ή τη διάλυση του νομικού προσώπου, αν επικαρπωτής είναι νομικό πρόσωπο) ή με παραίτηση εκ μέρους του· το ίδιο συμβαίνει όταν ο δικαιούχος της ε. γίνει και κύριος του πράγματος, καθώς και στην περίπτωση καταστροφής, αχρησίας του πράγματος ή αδυναμίας άσκησης του δικαιώματος.
* * *
η (Α ἐπικαρπία) [επικαρπούμαι]
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων τής γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαρπία — ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc/acc dual ἐπικαρπίᾱ , ἐπικαρπία produce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαρπία — η (νομ.), το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να μεταχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται ξένο πράγμα, κάρπωση, νομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικάρπια — ἐπικάρπιος bringer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίας — ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem acc pl ἐπικαρπίᾱς , ἐπικαρπία produce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίαν — ἐπικαρπίᾱν , ἐπικαρπία produce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπιῶν — ἐπικαρπία produce fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίαις — ἐπικαρπία produce fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρπίης — ἐπικαρπία produce fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”